προκατακνίζω

προκατακνίζω
προκατα-κνίζω,
A pick, trim first,

ἀλωπεκίας Dsc.2.123

([voice] Pass.), cf. Gal.19.456.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκατακνίζω — Α κατακόβω σε μικρά κομμάτια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακνίζω «κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκατακνίζειν — προκατακνίζω pick pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατακνισθείσας — προκατακνισθείσᾱς , προκατακνίζω pick aor part pass fem acc pl προκατακνισθείσᾱς , προκατακνίζω pick aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”